- καλαθηφόρος
- κᾰλᾰθηφόρος, ον,A basket-carrying, Hsch.: Καλαθηφόροι, title of play by Eubulus.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαθηφόρος — καλαθηφόρος, ον (Α) 1. αυτός που κρατά καλάθι 2. στον πληθ. Καλαθηφόροι τίτλος δράματος τού Ευβούλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαθηφόρος αντί *καλαθοφόρος για μετρικούς λόγους προέρχεται από κάλαθος + φορος (< φόρος < φέρω), πρβλ. θανατη φόρος,… … Dictionary of Greek
καλαθηφόρος — basket carrying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθηφόροι — καλαθηφόρος basket carrying masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλαθηφόροις — καλαθηφόρος basket carrying masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποκαλαθηφόρος — ἡ, Α ακόλουθος καλαθηφόρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + καλαθηφόρος «αυτός που κρατά καλάθι»] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek